- άναλτος
- (I)ἄναλτος, -ον (Α)αυτός που δεν γεμίζει με κάτι, άπληστος, ακόρεστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + ΙΕ ρ. *al- + επίθημα -τος. Πρόκειται για μεμονωμένους σχηματισμούς τής ΙΕ ρίζας *al- «αναπτύσσομαι, τρέφομαι», που εξαφανίστηκε στα Ελλην. (διατηρήθηκε μόνο στα ρ. ἀλδαίνω «τρέφω, κάνω κάτι να αυξηθεί, αυξάνομαι» και ἀλθαίνω «θεραπεύω»), μαρτυρείται όμως στις δυτικοϊνδοευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. λατ. alō «τρέφομαι, μεγαλώνω»). Το επίθετο αναφέρεται στη λ. γαστήρ «κοιλιά» (Οδύσσεια), αλλά αποτελεί και χαρακτηρισμό για πρόσωπο (Κρατίνος κωμικός). Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ἀλτός καί ἀλτρός «μισθός», στον Ησύχιο, με τη σημασία «αυτό που εξασφαλίζει τη διατροφή»].————————(II)ἄναλτος, -ον (Α) [ἅλς]ανάλατος.
Dictionary of Greek. 2013.